νηυσιπέρητος
English (LSJ)
ον,
A v. ναυσιπέρατος.
Greek (Liddell-Scott)
νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ναυσιπέρατος.
Greek Monolingual
νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.
Greek Monotonic
νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.
Russian (Dvoretsky)
νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.
Middle Liddell
νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]