νηυσιπέρητος

Revision as of 13:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A v. ναυσιπέρατος.

Greek (Liddell-Scott)

νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ναυσιπέρατος.

Greek Monolingual

νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.

Greek Monotonic

νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.

Russian (Dvoretsky)

νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.

Middle Liddell

νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]