ἄσκαλος

Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A = ἀσκάλευτος, Theoc.10.14:—also ἄσκαλτος, ον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 370] = folgdm, Theocr. 10, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non foui, non creusé.
Étymologie: ἀ, σκάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
agr. no escardado τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.ad loc., ἄσκαλα· ἀκάθαρτα Hsch.
fig. prob. de la juventud no trabajado ἄ. αἰών Orác. en IEphesos 1252.7 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἄσκαλος και ἄσκαλτος, -ον (Α)
ο ασκάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»].

Greek Monotonic

ἄσκᾰλος: -ον (σκάλλω), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκᾰλος: невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.).

Middle Liddell

σκάλλω
unhoed, Theocr.