ἀμφίζευκτος

Revision as of 15:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A joined from both sides, A.Pers.130.

German (Pape)

[Seite 139] von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίζευκτος: -ον, ὁ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἐζευγμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
joint des deux côtés (par un pont).
Étymologie: ἀμφί, ζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
uncido por ambas orillasdel Helesponto, con alusión al puente de Jerjes, A.Pers.131.

Greek Monolingual

ἀμφίζευκτος, -ον (Α)
(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ἀμφίζευκτος: -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίζευκτος: соединенный с обеих сторон мостом (πρων αἴας Aesch.).

Middle Liddell

ζεύγνυμι
joined from both sides, Aesch.