βρωτέος

Revision as of 17:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be eaten, Luc.Par.9, Porph.Abst.2.10.    2 βρωτέον one must eat, Muson.Fr.18 B p.105 H.; ἀνθρώποις β. ταῦτα Porph.Abst.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

βρωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ φάγη, Λουκ. Παρασ. 9.

Spanish (DGE)

-α, -ον
comestible, que se puede comer ζῴα Eus.PE 7.6.3
subst. τὸ β. lo comestible παρασιτική ἐστιν τέχνη ποτέων καὶ βρωτέων Luc.Par.9, cf. Porph.Abst.2.10.

Russian (Dvoretsky)

βρωτέος: Luc. = βρώσιμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρωτέος -α -ον, adj. verb. van βιβρώσκω, die gegeten moet worden.