βρωτέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be eaten, Luc.Par.9, Porph.Abst.2.10. 2 βρωτέον one must eat, Muson.Fr.18 B p.105 H.; ἀνθρώποις β. ταῦτα Porph.Abst.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
βρωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ φάγη, Λουκ. Παρασ. 9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
comestible, que se puede comer ζῴα Eus.PE 7.6.3
•subst. τὸ β. lo comestible παρασιτική ἐστιν τέχνη ποτέων καὶ βρωτέων Luc.Par.9, cf. Porph.Abst.2.10.
Russian (Dvoretsky)
βρωτέος: Luc. = βρώσιμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρωτέος -α -ον, adj. verb. van βιβρώσκω, die gegeten moet worden.