βράδινος

Revision as of 17:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, Aeol. for ῥαδινός, Sapph.90,104.

Greek Monolingual

βράδινος, -α, -ον (αιολ. τ.) (Α)
ραδινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βράδινος < Fράδινος (βλ. ραδινός)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βράδινος Aeol. voor ῥαδινός.