ἐπίδαμος
English (LSJ)
ἐπιδάμιος, Dor. for ἐπιδημ-.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδᾱμος: ἐπιδάμιος, Δωρ. ἀντὶ ἐπίδημος, ἐπιδήμιος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἐπίδημος.
Greek Monolingual
επιδάμιος κ.λπ.
βλ. επίδημος.
Greek Monotonic
ἐπίδᾱμος: -ον, Δωρ. αντί ἐπίδημος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίδᾱμος: дор. Soph. = ἐπίδημος.
Middle Liddell
ἐπίδᾱμος, ον [doric for ἐπίδημος.]