ὀνοφορβός

Revision as of 19:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ὁ, (φέρβω)

   A ass-keeper, Hdt.6.68,69.

German (Pape)

[Seite 350] Esel weidend, ὁ, der Eselhüter, Her. 6, 68. 69.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοφορβός: -όν, (φέρβω) ὁ τρέφων ὄνους, Ἡρόδ. 6. 68, 69.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait paître les ânes.
Étymologie: ὄνος, φέρβω.

Greek Monolingual

ὀνοφορβός, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -φορβός (< φορβός < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ιππο-φορβός].

Greek Monotonic

ὀνοφορβός: -όν (φέρβω), αυτός που τρέφει, που συντηρεί γαϊδάρους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοφορβός: ὁ пастух ослов, ослятник Her.

Middle Liddell

ὀνο-φορβός, όν φέρβω
an ass-keeper, Hdt.