διαμαστιγόω

Revision as of 20:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A scourge severely, Phld.Rh.2.298 S.:—Pass., bear marks of scourging, Pl.Grg.524c.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστῑγόω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, Πλάτ. Γοργ. 524Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: διά, μαστιγόω.

Spanish (DGE)

azotar, flagelar fuertemente s.cont., Phld.Rh.2.298
fig. (τὸ ἐν ἡμῖν θυμοειδές) Gal.5.20, en v. pas. (ψυχή) διαμεμαστιγωμένη καὶ οὐλῶν μεστὴ Pl.Grg.524e.

Greek Monotonic

διαμαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω αυστηρά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαμαστῑγόω: избивать плетью, беспощадно сечь (διαμεμαστιγωμένος καὶ οὐλῶν μεστός Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μαστιγόω geselen, afrossen.

Middle Liddell

fut. ώσω
to scourge severely, Plat.