ἐναρηφόρος

Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

(Dor. -ᾱφορος Hsch.), ον,

   A wearing the spoils, APl.4.72.

German (Pape)

[Seite 829] τύπος, Waffenrüstungen, als Kriegsbeute tragende Trophäen, Byz. anath. 26 (Plan. 72).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰρηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἔναρα, λάφυρα τῶν πολεμίων, Ἀνθολ. Πλαν. 72· πρβλ. ἐναρφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui remporte les dépouilles.
Étymologie: ἔναρα, φέρω.

Spanish (DGE)

(ἐνᾰρηφόρος) -ον
portador de despojos o botín arrebatado al enemigo ἡρώων θρέπτειρ', ἐναρηφόρε ... Ὑπάτα IG 9(2).59.10 (Hípata, heleníst.?), τύπος ἐ. estatua del emperador portando trofeos, AP 16.72.

Greek Monolingual

ἐναρηφόρος, -ον και δωρ. τ. έναραφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει έναρα, λάφυρα, πολεμικά τρόπαια.

Greek Monotonic

ἐνᾰρηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει, κομίζει λάφυρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐνᾰρη-φόρος, ον adj φέρω
wearing the spoils, Anth.