ἠπεροπευτής

Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A a cheat, deceiver, of Paris (cf. sq.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, ἀπατεών, ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἠπεροπεύς.
Étymologie: ἠπεροπεύω.

Greek Monotonic

ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., ἠπεροπευτὰ (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπεροπευτής: οῦ ὁ Hom., HH = ἠπεροπεύς.

Middle Liddell

ἠπεροπευτής, οῦ, = ἠπεροπεύς [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.]