θοινάζω

Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

rare form for θοινάω, X.Ages.8.7, Ael.Fr.267.

German (Pape)

[Seite 1213] = θοινάω, Xen. Ages. 8, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θοινάζω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ θοινάω, Ξεν. Ἀγησ. 8, 7, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ, ἐν λέξει Μάρκος Ἀπίκιος.

French (Bailly abrégé)

c. θοινάω.

Greek Monolingual

θοινάζω (Α) θοίνη
σπάν. τ. του θοινώ.

Greek Monotonic

θοινάζω: = θοινάω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θοινάζω: Xen. = θοινάω.

Middle Liddell

θοινάζω, [from θοίνα = θοινάω, Xen.]