θρηνητήρ

Revision as of 23:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A mourner, wailer, A.Pers.938 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1217] ῆρος, ὁ, der Wehklagende, Aesch. Pers. 937.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνητήρ: ῆρος, θρηνητής, θρηνῶν, Αἰσχ. Πέρσ. 937.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui se lamente sur, gén..
Étymologie: θρηνέω.

Greek Monolingual

θρηνητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. θρηνήτρια (Α) θρηνώ
αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί.

Greek Monotonic

θρηνητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που θρηνολογεί, η μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θρηνητήρ: ῆρος ὁ оплакивающий, скорбящий Aesch.

Middle Liddell

θρηνητήρ, ῆρος, [from θρηνέω
a mourner, wailer, Aesch.