ἱλάομαι

Revision as of 23:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

[ῐλᾰ], Ep. pres. for

   A ἱλάσκομαι, ταύροισι καὶ ἀρνειοῖς ἱλάονται Il.2.550; ἱλάεσθαι A.R.2.847:—also ἱλέομαι, A.Supp.117(lyr.): ἱλεόομαι, Pl.Lg.804b and later Prose, as Luc.Salt.17, Porph.Antr. 20, D.C.59.27, Procop.Aed.3.6, Ps.-Callisth.1.6:—also ἱλαόομαι, MAMA1.230 (Laodicea Combusta).

German (Pape)

[Seite 1250] ep., dasselbe; Il. 2, 550; Ap. Rh. 2, 846. 4, 479; Dion. Per. 853. S. ἱλέομαι u. ἱλεόομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάομαι: ῑλᾱ. Ἐπικ. ἀντὶ ἱλάσκομαι, Ἰλ. Β. 550, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 847: τύπος τις ἱλέομαι ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117, 128· ἱλεόομαι ἐν Πλάτ. Νόμ. 804Β, Λουκ. π. Ὀρχ. 17, Δίων Κ. 59, 27., 78. 34.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. épq.
c. ἱλάσκομαι.

Greek Monolingual

ἱλάομαι (Α)
(επικ. τ.) βλ. ιλάσκομαι.

Greek Monotonic

ἱλάομαι: [ῐλᾰ], = ἱλάσκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἱλάομαι, = ἱλάσκομαι, Il.]