θυίω
English (LSJ)
A = θύω, to be inspired, subj. θυίωσι h.Merc.560. II = θύω (B), Hes.Th.131 (Pap.), v.l. in A.R.3.755, Nic.Th.129.
German (Pape)
[Seite 1222] = θύω, vom prophetischen Wahnsinn, H. h. Merc. 560. Bei Hesych. auch θυιωθείς, μανείς.
English (Slater)
θυίω = θύω,
1 rage κασιγνήταν μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (W. Schulze: θύοισαν codd.) (P. 3.33) ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις (W. Schulze: θύοις, θείαις codd. Strabonis) fr. 33d. 4.
Greek Monolingual
θυίω (Α)
1. είμαι εμπνευσμένος
2. μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. του θύω (ΙΙ)].