κατακεκράκτης

Revision as of 23:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

German (Pape)

[Seite 1352] ὁ, der Andere niederschrei't, sie durch Schreien todt macht, Ar. Equ. 304, Conj. für καὶ κεκράκτης.

Greek (Liddell-Scott)

κατακεκράκτης: -ου, κλητ. κατακεκρᾶκτα, ὁ, ὁ κατακράζων, ὁ διὰ τῶν κραυγῶν του καταβάλλων ἢ ἐπιβάλλων σιγὴν εἰς τὸν ἄλλον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 303 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ καὶ κεκράκτα).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui abat ou dompte en poussant de grands cris.
Étymologie: κατά, κέκραγα de κράζω.

Greek Monolingual

κατακεκράκτης, ὁ (Α)
αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. του κράζω)].

Greek Monotonic

κατακεκράκτης: -ου, κλητ. -κεκρᾱκτα, , αυτός που διαβάλλει, δυσφημιστής, φωνακλάς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακεκράκτης: ου ὁ крикун, горлан (Arph. - v. l. καὶ κεκράκτης).

Middle Liddell

κατακεκράκτης, ου,
one who cries down, a bawler, Ar.