πολύφαμος

Revision as of 00:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον, Dor. for πολύφημος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 675] dor. statt πολύφημος; θρῆνος, Pind. I. 7, 58; Theocr. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφᾱμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολύφημος, ἐπὶ θρῆνον τε πολύφαμον ἔχεαν Πινδ. Ἰσθ. 7. [8], 127.

English (Slater)

πολῠφᾱμος
   1 of many voices ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν (contra Σ, πολυθρύλλητον) (I. 8.58)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολύφημος.

Greek Monotonic

πολύφᾱμος: -ον, Δωρ. αντί πολύφημος.

Russian (Dvoretsky)

πολύφᾱμος: дор. = πολύφημος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφᾱμος Dor. voor πολύφημος.

Middle Liddell

πολύφᾱμος, ον, [doric for πολύφημος.]