σιδηρεῖα

Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τά,

   A ironmines, Arist.Pol.1259a25, Thphr.HP5.9.2, Lap.52, Str. 1.2.39: sg. -εῖον, τό, IG11(2).161 A 19 (Delos, iii B.C.).

Greek Monotonic

σιδηρεῖα: τά, τόπος κατεργασίας του σιδήρου, σιδηρουργείο, μεταλλεία σιδήρου, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρεῖα: τά железоделательные мастерские Arst.

Middle Liddell

σῐδηρεῖα, ων, τά,
iron-works, iron-mines, Arist.