σκοτόμαινα

Revision as of 01:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,= σκοτομήνη, AP13.12 (Hegesipp.): metaph., Aristid.Or.22(19).11: Att. acc. to Hsch.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, att. = σκοτομήνη, Hegesipp. 6 (XIII, 12); Lob. Phryn. p. 499.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτόμαινα: ἡ, = σκοτομήνη, Ἀνθ. Π. 13. 12, Χρησμ. Σιβ. 5. 479· καθόλου, σκότος, Γρηγ. Ναζ.· - πρβλ. Φρύνιχ. 499· «βαθεῖα νὺξ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σκοτομήνη.

Greek Monotonic

σκοτόμαινα: ἡ, = σκοτομήνη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σκοτόμαινα: ἡ безлунная, т. е. темная ночь Anth.

Middle Liddell

σκοτόμαινα, ἡ, = σκοτομήνη, Anth.]