τέλσον

Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τό,

   A headland, i.e. land where the plough turned, τέλσον ἀρούρης Il.13.707, 18.544; νειοῖο . . τέλσον ἱκέσθαι ib.547. (Cf. τέλος, πόλος, etc.)

German (Pape)

[Seite 1089] τό, poet. Nebenform von τέλος, Ende, Gränze, τέλσον ἀρούρης, νειοῖο, das abgegränzte, abgesteckte Stück Saatland, Il. 13, 707. 18, 544. 547.

Greek (Liddell-Scott)

τέλσον: τό, τέρμα, τέλος, τέλσον ἀρούρης, «τὸ τέλος ἢ τὸ κατ’ ἐπιφάνειαν πέρας» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 707, Σ. 544· νειοῖο... τέλσον ἱκέσθαι αὐτόθι 547. (Πιθαν. ἄσχετον πρὸς τὸ τέλος, ἴδε Κούρτ. ἀρ. 6471.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
borne, limite, particul. extrémité d’un champ.
Étymologie: τέλος.

English (Autenrieth)

τέρμα.

Greek Monotonic

τέλσον: τό, τέρμα, όριο, τέλσον ἀρούρης, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

τέλσον: τό конец, предел, край (ἀρούρης Hom.).

Middle Liddell

τέλσον, ου, τό,
a boundary, limit, τέλσον ἀρούρης Il. [deriv. uncertain]