τημόσδε

Revision as of 01:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Dor. τᾱμόσδε, Adv.

   A = τῆμος, Theoc.10.49, Call.Jov.21, cj. in A.R.2.957:—also τημοῦτος, Hes.Op.576, Call.Dian.175, Aet. 3.1.44, Nic.Th.926.

German (Pape)

[Seite 1108] adv., = τῆμος; Od. 7, 318, zw., u. richtiger τῆμος δέ geschr.; Theocr. 10, 49 u. a. sp. D., wie Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

τημόσδε: Δωρικ. ταμόσδε, Ἐπίρρ. = τῆμος, Θεόκρ. 10. 49, Καλλ. εἰς Δία 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 957· - οὕτω καὶ τημοῦτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 574, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 175.

Greek Monolingual

και ταμόσδε Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος / τᾶμος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε ].

Greek Monotonic

τημόσδε: Δωρ. ταμόσδε, επίρρ. τῆμος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τημόσδε: дор. Theocr. τᾱμόσδε = τῆμος.

Middle Liddell

= τῆμος, Theocr.]