φιλόδικος

Revision as of 02:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A litigious, Lys.10.2, D.56.14, Arist.Rh.1400a19.

German (Pape)

[Seite 1279] Rechtshändel liebend, proceßsüchtig, streitsüchtig, zanksüchtig; Lys. 10, 2; Dem. 56, 14.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδῐκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς δίκας, τὰ ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινόμενα, φιλοπράγμων, Λυσί. 116, 22, Δημ. 1287, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les procès, la chicane.
Étymologie: φίλος, δίκη.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόδικος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. βαρύ-δικος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόδῐκος: склонный к сутяжничеству Lys., Dem., Arst.

Middle Liddell

φῐλό-δῐκος, ον,
fond of lawsuits, litigious, Lys., Dem.