φυτοεργός

Revision as of 02:37, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

όν, poet. for φυτουργός, D.P.997, AP9.4 (Cyllen.).

German (Pape)

[Seite 1320] = φυτουργός, D. Per. 997.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτοεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ φυτουργός, Διόν. Π. 9. 4.

Greek Monolingual

-όν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φυτουργός.

Greek Monotonic

φῠτοεργός: -όν, ποιητ. αντί φυτουργός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φῠτοεργός: ὁ Anth. = φυτουργός.

Middle Liddell

φῠτο-εργός, όν [poetic for φυτουργός, Anth.]