κρασπεδόομαι

Revision as of 03:07, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be bordered or edged, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423.

Greek (Liddell-Scott)

κρασπεδόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ὡς ὑπὸ κρασπέδου, κεκρασπέδωται δ’ ὄφεσιν αἰγίδος τρόπον Εὐρ. Ἴων 1423.

Greek Monotonic

κρασπεδόομαι: Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρασπεδόομαι [κράσπεδον] omzoomd worden.

Middle Liddell

κρασπεδόομαι, [from κράσπεδον
Pass. to be bordered, or edged, Eur.