κρεαγρίς

Revision as of 03:08, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = κρεάγρα, AP6.306 (Aristo).

Greek (Liddell-Scott)

κρεαγρίς: -ίδος, ἡ, = κρεάγρα, ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, Ἀνθ. Π. 6. 306.

Greek Monolingual

κρεαγρίς, -ίδος, ἡ (Α)
κρεάγρα.

Greek Monotonic

κρεαγρίς: -ίδος, ἡ = κρεάγρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρεαγρίς: ίδος ἡ вилка Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεαγρίς -ίδος, ἡ [κρεάγρα] vleeshaak.

Middle Liddell

κρεαγρίς, ίδος = κρεάγρα, Anth.]