μαίευσις

Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A delivery of a woman in child-birth, Pl.Tht.150b.

Greek (Liddell-Scott)

μαίευσις: ἡ, κοινῶς «ξεγέννημα», Πλάτ. Θεαίτ. 150B.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
délivrance, accouchement.
Étymologie: μαιεύω.

Greek Monotonic

μαίευσις: ἡ, το «ξελευθέρωμα» μιας γυναίκας κατά τον τοκετό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μαίευσις: εως ἡ помощь при родах Plat.: τέχνη τῆς μαιεύσεως Plat. родовспомогательное искусство.

Middle Liddell

μαίευσις, ιος, ἡ,
delivery of a woman in childbirth, Plat.