ξιφίδιον

Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

τό, Dim. of ξίφος,

   A dagger, Ar.Lys.53, Th.3.22,POxy. 936.9 (iii A.D.), etc.    2 = σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.21.

German (Pape)

[Seite 280] τό, dim. von ξίφος; Ar. Lys. 53; Thuc. 8, 69; Xen. Hell. 2, 3, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξίφος, ἐγχειρίδιον, Ἀριστοφ. Λυσ. 53, Θουκ. 3. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite épée.
Étymologie: ξίφος.

Greek Monotonic

ξῐφίδιον: τό, υποκορ. του ξίφος, στιλέτο, εγχειρίδιο, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφίδιον: (φῐ) τό короткий меч, тж. тесак, кинжал Thuc., Arph.

Middle Liddell

ξῐφίδιον, ου, τό, [Dim. of ξίφος
a dagger, Thuc., etc.