ὀππάτεσσι
English (LSJ)
Aeol. for ὄμμασι, Sapph.2.11. ὅππη, Ep. for ὅπη.
Greek (Liddell-Scott)
ὀππάτεσσι: Αἰολ. ἀντὶ ὄμμασι, Σαπφὼ 2. 11.
Middle Liddell
ὅππη, αδϝ. [aeolic for ὄμμασι, Sapph..]
Aeol. for ὄμμασι, Sapph.2.11. ὅππη, Ep. for ὅπη.
ὀππάτεσσι: Αἰολ. ἀντὶ ὄμμασι, Σαπφὼ 2. 11.
ὅππη, αδϝ. [aeolic for ὄμμασι, Sapph..]