οὐλόπους

Revision as of 04:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ποδος,

   A v. οὐλοκάρηνος 11.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόπους: οδος, ἴδε ἐν λ. οὐλοκάρηνος ΙΙ.

Greek Monotonic

οὐλόπους: -ποδος, βλ. οὐλοκάρηνος II.

Russian (Dvoretsky)

οὐλόπους: 2, gen. ποδος (о жертвенном животном) с неповрежденными ногами HH.

Middle Liddell

οὐλό-πους, [v. οὐλοκάρηνος II.]