παραπλευστέος

Revision as of 05:23, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

α, ον,

   A that must be sailed past, Str.8.3.27.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλευστέος: -α, -ον, ὃν δέον νὰ παραπλεύσῃ τις πλέων, Στράβ. 351.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de παραπλέω.

Greek Monotonic

παραπλευστέος: -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ.

Middle Liddell

παραπλευστέος, η, ον,
that must be sailed past, Strab.