περιτείχισις

Revision as of 05:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A walling round so as to blockade, circumvallation, Th.2.77, 4.131; but also for defence, π. τοῦ ἄστεος Themist.Ep.4.3.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Ummauern, Belagern durch eine Mauer, Thuc. 2, 77. 4, 131 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείχῐσις: ἡ, τὸ τειχίζειν ὁλόγυρα πρὸς ἀποκλεισμόν, ἀπόκλεισις, Θουκ. 2. 77., 4. 131, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’entourer de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.

Greek Monotonic

περιτείχῐσις: ἡ, περιχαράκωμα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιτείχῐσις: εως ἡ обнесение стеной, возведение стены Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτείχισις -εως, ἡ [περιτειχίζω] ommuring, belegering door middel van een muur.

Middle Liddell

περιτείχῐσις, εως, [from περιτειχίζω
circumvallation, Thuc.