περίπλικτος

Revision as of 05:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
var. de περίπλεκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.

Greek Monotonic

περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίπλικτος: Theocr. v. l. = περίπλεκτος.

Middle Liddell

περίπλικτος, ον,
crossed, Luc. [from περιπλίσσομαι