αἰολοθώρηξ

Revision as of 05:52, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A with glancing breastplate, Il.4.489, Hymn.Mag.2(2).16.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολοθώρηξ: ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Δ. 489.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ, ἡ)
ion.
à la cuirasse étincelante.
Étymologie: αἰόλος, θώραξ.

English (Autenrieth)

with glancing cuirass.

Spanish (DGE)

-ηκος, ὁ
el de la coraza de brillos cambiantes, Ἄντιφος αἰ. Il.4.489, cf. 16.173, de Helios Hymn.Mag.11.16.

Greek Monotonic

αἰολοθώρηξ: -ηκος, ὁ, αυτός που έχει αστραφτερό, απαστράπτοντα θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰολοθώρηξ: ηκος adj. одетый в пеструю или сверкающую броню (Μενέσθιος Hom.).

Middle Liddell

with glancing breastplate, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰολοθώρηξ -ηκος αἰόλος, θώραξ Ion., met schitterend kuras of harnas.