αἱμορραγώδης
English (LSJ)
ες, = foreg., σημεῖα symptoms
A of haemorrhage, Hp.Prorrh.1.130, Ruf.Ren.Ves.9.2.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορραγώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ. σημεῖα αἱμ. = συμπτώματα αἱμορραγίας, Ἱππ. 78Η.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμορραγώδης -ες αἱμορραγία, -ειδης]
1. met bloedingen.
2. van een bloeding.