1ᵉ pl. prés. contr. de γεύω.
γεύμεθα: ποιητ. αʹ πληθ. του γευόμεθα, Μέσ. παρακ. του γεύω.
γεύμεθα: дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к γεύω.
γεύμεθα athem. indic. praes. med. 1 plur., zie γεύω.