γευστέον

Revision as of 06:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must make to taste, τινὰ αἵματος Pl.R.537a.

Greek (Liddell-Scott)

γευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ γεύω, καὶ γεύομαι, τινά τινος Πλάτ. Πολιτ. 537A.

Spanish (DGE)

hay que hacer probar fig., c. gen. τοὺς παῖδας ... αἵματος e.d. sentir la violencia de la guerra, Pl.R.537a.

Greek Monotonic

γευστέον: ρημ. επίθ. του γεύω, πρέπει κάτι να υποβληθεί σε γευστική αποτίμηση, δοκιμή, τινά τινος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γευστέον, adj. verb. van γεύω, men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a.