αὐτοτραγικός

Revision as of 12:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

αὐτοτραγικὸς πίθηκος a very ape of tragedy, D.18.242.


German (Pape)

[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.

Greek Monotonic

αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, εξ ολοκλήρου τραγικός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοτρᾰγικός: ирон. истинно-трагический, театральный (πίθηκος Dem.).

Middle Liddell

arrant tragic, Dem.