τυπάς

Revision as of 12:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A mallet, hammer, S.Fr.844, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπάς: -άδος, ἡ σφῦρα, σφυρίον, «τὴν γὰρ Ἐργάνην οὗτοι μόνον θεραπεύουσιν, ὥς φησι Σοφοκλῆς (ἐν Ἀποσπ. 743), οἱ παρ’ ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ καὶ πληγαῖς ὑπακούουσαν ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες» Πλούτ. 2. 802Β.

Greek Monolingual

(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. τυπάδα.
(II)
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.)
1. αυτός που έχει ύφος
2. καπάτσος, τσίφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικ-άς, φαφλατ-άς)].

Russian (Dvoretsky)

τῠπάς: άδος (ᾰδ) ἡ молот Soph., Plut.