τὸ, Αστον πληθ. (τὰ) φήματα(κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μα (< -mņ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της κατάλ. -meņ)].ἡ, Α(πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη.