Δία,
A v. Ζεύς.
Δί: Δία, ἴδε ἐν λ. Ζεύς.
v. Ζεύς.
Δί: ποιητ. αντί Διΐ, δοτ. του Ζεύς· Δία, αιτ.
Δί: Pind. dat. к Ζεύς.