Μναμόνα

Revision as of 09:52, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

English (LSJ)

   A = Μνημοσύνη, Ar.Lys.1248.

Greek Monolingual

Μναμόνα, ἡ (Α)
η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. του Μναμοσύνη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)].