και χάχλανο, το, Νσυν. στον πληθ. τα χάχανα(με περιλπτ. σημ.) α) παρατεταμένο και ηχηρό γέλιοβ) καγχασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα. Ο τ. χάχλανο με ανάπτυξη -λ-].