ζεύξιμος

Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο ζευγνύω
1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο
το ζέψιμο, η ζεύξη.