πρεσβήϊος

Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ.
1. σεβάσμιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβήϊον
πρεσβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Russian (Dvoretsky)

πρεσβήϊος: высокий, священный (θεοῦ ὄμμα Anth.).