-η, -ο (ΑΜ εὔζωμος, -ον)1. αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔζωμοναρωματικό φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωμός.