ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουριςμσν.το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουροςείδος φυτούαρχ.1. αυτός που έχει ουρά ίππου2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἵππουροςα) είδος θαλάσσιου ψαριούβ) είδος εντόμουγ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.