τινθός

Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

English (LSJ)

όν,

   A boiling-hot, Hsch. (τιντόν cod.).    II as Subst., the steam of a cauldron, Lyc.36.

German (Pape)

[Seite 1117] όν, kochend heiß, VLL.; – ὁ τινθός, der Rauch des Kessels, Lycophr. 36, vgl. Schol. Es ist verwandt mit θιμβρός, θερμός. Vgl. auch das lat. titio.

Greek (Liddell-Scott)

τινθός: -όν, «τινθόν· ἐφθὸν» (κῶδ. τιντὸν) Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀτμὸς χύτρας, Λυκόφρ. 36.

Greek Monolingual

-όν, και κώδ. τιντόν Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «τινθόν
ἑφθόν»
2. το αρσ. ως ουσ.τινθός
ατμός που βγαίνει από χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τινθ-αλέος με κατάλ. -ος].