ενθρόνιση

Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) ενθρονίζω
ενθρονισμός, εγκαινίασηενθρόνιση αρχιερέα»
«παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῦ ναοῡ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.).