διεξικνέομαι

Revision as of 11:20, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

English (LSJ)

   A arrive at, εἰςPlb.10.29.3.

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἱκνέομαι), durch- u. hinkommen, εἴς τι, Pol. 10, 29, 3.

Greek (Liddell-Scott)

διεξικνέομαι: φθάνω, εἰς τόπον Πολύβ. 10. 29, 3.

Spanish (DGE)

llegar ἕως εἰς τὰς ὑπερβολὰς διεξίκοιτο τοῦ Λάβου Plb.10.29.3.

Russian (Dvoretsky)

διεξικνέομαι: приходить, подходить, прибывать (εἰς τὰς ὑπερβολὰς Polyb.).