συνοφρύωσις

Revision as of 10:35, 23 September 2019 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=η, Ν<br />συνοφρύωση, συνοφρύωμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
συνοφρύωση, συνοφρύωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοφρυώνομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνοφρύωσις, μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].