συνοφρυωμένος

Revision as of 14:27, 25 September 2019 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συν...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής.